-
1 ἀγορεύω
ἀγορεύω ( ἀγορά), Apoll. Lex. Hom. 4, 12 ἀγορεύειν κυρίως μὲν ἐν ἐκκλησίᾳ λέγειν, καταχρηστικῶς δὲ ψιλῶς τὸ λεγόμενον, vgl. Hesych. Bei Iliad. 18, 368, wo es von einem Zwiegespräche heißt ἃς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον. Ariston. κυρίως τὸ ἐν πλήϑει λέγειν ἀγορεύειν, καὶ τὸ ἀλλήλους ἐπὶ πλήϑους· ἐνταῦϑα δὲ ἐπὶ δύο ἔταξε καταχρηστικῶς; – ἀγορὰς ἀγόρευον Iliad. 2, 788, Reden in einer Versammlung halten; τοῖσι δέ ἦρχ' ἀγορεύειν Qd. 2, 15; sehr oft ἃς οἱ μὲν τοιαῠτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον, auch ἔπεα πτερόεντα Il. 3, 155 u. öfter; μῠϑον 8, 493; μή τι φόβονδ' ἀγόρευε, rede nicht zur Flucht, Iliad. 5, 252; οὐκέτ' ἐμοὶ φίλα ταῠτ' ἀγορεύεις 7, 357; ἔσϑλ' ἀγ. Od. 17, 66, οὔτε τί σε ῥέζω κακὸν οὔτ' ἀγορεύω 18. 15, ϑεοπροπέων ἀγ. Il. 1, 109. 2, 322, κερτομέων 2, 256, παραβλήδην ἀγ. Iliad. 4, 6, ἐπιτροχάδην Od. 18, 26 Il. 3, 218, διηνεκέως Od. 12, 56, κρατερῶς Il. 8, 29. 9, 694. – Her. oft zu einer Versammlung reden, 3, 75. 8, 5. 9, 92; vom Herold, 1, 60. 6, 97; auch ὁ δέ σφιν ἠγόρευε, ὡς εἴη Ζώπυρος 3, 156; Xen. εἰς κοινὸν περί τινος ἀγ. An. 5, 6, 14; ῥήτωρ ὧδ' ἀγ. Hell. 6, 3, 5. Später noch in der Formel der Volksversammlungen: τίς ἀγορεύειν βούλεται Ar. Ach. 45; Eccl. 130; Aesch. 3, 4; Dem. 18, 170. Häufig im Att. für sprechen, sagen: Ar. Plut. 102; Soph. O. C. 842; ὑπέρ τινος Plat. Legg. VI, 776 e; οἱ νόμοι ἀγορεύουσι περὶ πάντων Arist. Eth. N. V, 1, 3, wie Lys. 13, 50 τὰ ψηφίσματα διαῤῥήδην ἀγορεύοντα, ausdrücklich bestimmende Beschlüsse; ὁ νόμος διαῤῥήδην ἀγορεύει 9, 9; Dem. 33, 28 ὡς ἐν τῷ ἄξονι ἀγορεύει, nämlich der Gesetzgeber; κακῶς ἀγορεύειν τινά neben λοιδορεῖσϑαι im Gesetz bei Aesch. 1, 35; auch Plut. Sol. 21; Luc. Pisc. 37 u. öfter; ἀγορεύω τινί, ἐμὲ μὴ βασανίζειν, ich verbiete, Ar. Ran. 628. – Auch von leblosen Dingen, Theocrit. 25, 175 δέρμα ἀγ., es spricht dafür; Opp. Cyn. 2, 495 φύσις κεράων ἀγ. – Nach B. A. 1095 brauchten es bes. die Böoter für sprechen ( λέγειν).
См. также в других словарях:
κήρυκας — ο (ΑΜ κήρυξ και κήρυξ, υκος, Α αιολ. τ. κᾱρυξ, ὁ και σπαν. ἡ) 1. αυτός που κηρύσσει κάτι μεγαλοφώνως στο πλήθος, διαλαλητής, ντελάλης («κήρυκες, Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που διδάσκει ή μεταδίδει με προφορικό ή γραπτό λόγο… … Dictionary of Greek
Pnyx — The Pnyx (Greek: Pi; nu; upsilon; xi;, pronounced Pnuks in Ancient Greek, Πνύκα Pnika in Modern Greek) is a hill in central Athens, the capital of Greece. It is located less than one kilometre west of the Acropolis and 1.6km south west of the… … Wikipedia
ROGATIO — apud Romanos, nomen fuit omnibus actionibus cum populo commune; unde Leges, Plebiscita atque id gerieris alia decreta, Rogationes appellatae. Si enim Legum e. g. Comitia essent, antequam Populus in suffragium mitteretur, primum Lex recitabatur a… … Hofmann J. Lexicon universale
πάρειμι — (I) ΜΑ 1. παρέρχομαι, περνώ από κοντά («ὥσπερ οἱ δειλοὶ κύνες τοὺς μὲν παριόντας διώκοντες καὶ δάκνουσι», Ξεν.) 2. υπερτερώ, ξεπερνώ κάποιον (α. «ἐφάνη ἀνήρ... ὅς σε καὶ πάρεισι... πανουργίᾳ καὶ θράσει» φάνηκε ο άνδρας που θα σέ πάψει και θα σέ… … Dictionary of Greek
Πνύκα — Στην αρχαία Αθήνα, ο τόπος των συνελεύσεων της Εκκλησίας του δήμου. Είναι ένας ημικυκλικός χώρος στο βραχώδες ύψωμα που βρίσκεται μεταξύ των λόφων των Νυμφών (Αστεροσκοπείου) και των Μουσών (Φιλοπάππου). Απότην εισαγωγή του δημοκρατικού… … Dictionary of Greek